1

Διαδροµή Ι – Οι κυνηγοί της εποχής των παγετώνων στον Βοϊδοµάτη

Κατά την περίοδο της πιο πρόσφατης, σε παγκόσµια κλίµακα, µέγιστης επέκτασης των παγετώνων (περίπου 22.000-18.000 χρόνια πριν), οι κορυφές (> 2.500 µ.) και τα καρστικά υψίπεδα της οροσειράς της Δυτικής Πίνδου καλύπτονταν ολοχρονίς από στρώµατα πάγου. Οι συνθήκες αυτές ευνοούσαν τη διάβρωση του υποστρώµατος από ασβεστόλιθο και φλύσχη και διοχέτευαν µεγάλες ποσότητες νερού στο υδρολογικό σύστηµα του Βίκου-Βοϊδοµάτη-Αώου. Οι φυσικοί πόροι ήταν τότε περιορισµένοι, όπως και η ανθρώπινη δραστηριότητα.

Μόνο όταν το κλίµα πήρε τροχιά βελτίωσης (17.500 χρόνια πριν), προκαλώντας την τήξη του πάγου και την εξάπλωση του δάσους και των άγριων ορεσίβιων ζώων, οι παλαιολιθικοί τοξότες επέλεξαν να αξιοποιήσουν συστηµατικά το νέο αυτό οικολογικό ενδιαίτηµα. Για τις επόµενες επτά χιλιετίες, οικογένειες ή και οµάδες σε ειδική αποστολή, χρησιµοποιούσαν κάθε άνοιξη και καλοκαίρι ως προσωρινά καταλύµατα ρηχές εσοχές – καθρέφτες τεκτονικών ρηγµάτων – στα βραχώδη πλευρικά τοιχώµατα του φαραγγιού, όπως το Κλειδί, τη Μποΐλα και τον Μεγαλάκκο. Εκεί άναβαν φωτιές για ζεστασιά, µαγείρεµα, συντροφιά και προστασία από σαρκοφάγα, όπως αρκούδες, λύκους, αλεπούδες και λύγκες, ενώ προγραµµάτιζαν τις εξορµήσεις στις απόκρηµνες πλαγιές για το κυνήγι ευκίνητων άγριων αιγάγρων. Το αγριόγιδο µάλιστα ήταν ζηλευτό θήραµα ειδικά για το µαλακό δέρµα του.

Ακόµη, ψάρευαν στο ποτάµι και έβαζαν παγίδες σε κάστορες, λαγούς και άλλα µικρά θηλαστικά. Διαθέτοντας υψηλή τεχνολογική εξειδίκευση, οι παλαιολιθικοί τεχνίτες περισυνέλεγαν από την ακροποταµιά κροκάλες ενός σκληρού πετρώµατος, του πυριτόλιθου, ή χρησιµοποιούσαν κόκαλα ζώων για να κατασκευάσουν όπλα και εργαλεία, όπως αιχµές για τα βέλη του τόξου, µαχαίρια, ξέστρα, τρυπάνια, βελόνες.

Ακόµη, µε κατεργασµένες χάντρες από κοχύλια του γλυκού νερού και δόντια χορτοφάγων θηλαστικών και µε κόκκινη φυσική ώχρα διακοσµούσαν ενδύµατα αλλά και το σώµα τους.

Καθώς το δάσος πύκνωνε, καλύπτοντας πριν από 9.000 χρόνια ακόµη και περιοχές σε µεγάλο υψόµετρο, το περιβάλλον του φαραγγιού έγινε λιγότερο ελκυστικό και αποδοτικό. Οι διερχόµενοι κυνηγοί προσπορίζονταν πλέον κρέας, λίπος, µεδούλι, κέρατα και δέρµατα ελαφιών, από τα κοπάδια που διέσχιζαν το ποτάµι στην ανοιχτή πεδιάδα της Κόνιτσας, και αναζητούσαν, ακολουθώντας µονοπάτια µέσα σε χαράδρες, νέους κυνηγότοπους πέρα από το βουνό.

Προτείνουµε στους επισκέπτες της περιοχής να ακολουθήσουν την παραποτάµια θεµατική διαδροµή στην κοιλάδα του Βοϊδοµάτη µε σηµάνσεις πληροφόρησης για τις παλαιολιθικές κοινωνίες και τo πλειστοκαινικό οικολογικό περικείµενο.




Διαδροµή ΙΙ – Τα µυστήρια των βράχων στο Πάπιγκο

Τα πετρώµατα που συνθέτουν τη γεωλογική δοµή στην Ήπειρο είναι ιζηµατογενή και ανήκουν κυρίως στη γεωτεκτονική ενότητα της Ιόνιας ζώνης ενώ στα βόρεια και ανατολικά συναντάµε ιζήµατα της ζώνης της Πίνδου και µαγµατικά πετρώµατα.

Η γεωλογική ιστορία της ευρύτερης περιοχής της Πίνδου αρχίζει πριν από 200 εκατοµµύρια χρόνια περίπου στην αρχή της Ιουρασικής εποχής µε τον σχηµατισµό πετρωµάτων βιοχηµικής οργανογενούς προέλευσης. Τότε, στο Κατώτερο Ιουρασικό, άρχισε η δηµιουργία δολοµιτών και ασβεστόλιθων η οποία συνεχίστηκε, µε µικρές διαφοροποιήσεις ως προς το περιβάλλον ιζηµατογένεσης (βάθος, χηµικές διεργασίες, τεκτονική), µέχρι το Ανώτερο Ηώκαινο πριν από 35 εκατοµµύρια χρόνια.

Στο τέλος του Ηωκαίνου οι συνθήκες ιζηµατογένεσης άλλαξαν απότοµα και αρχίζει νέος, διαφορετικός κύκλος ιζηµάτων και τα ιζήµατα ονοµάζονται κλαστικά. Είναι η περίοδος σχηµατισµού του φλύσχη από εναλλαγές αργίλων, ιλυόλιθων, ψαµµιτών και κροκαλοπαγών. Μετά από τη χέρσευση της περιοχής και τη δηµιουργία των βουνών, νέα πετρώµατα σχηµατίζονται από τις διεργασίες της διάβρωσης και της αποσάθρωσης.

Κατά τη διάρκεια του γεωλογικού παρελθόντος έντονες γεωδυναµικές διεργασίες έλαβαν χώρα και προκάλεσαν παραµόρφωση των πετρωµάτων. Από το διαρκές πλησίασµα των λιθοσφαιρικών πλακών, της Αφρικανικής κάτω από την Ευρασιατική, ιζήµατα και µαγµατικά πετρώµατα που ονοµάζονται οφιόλιθοι, συµπιέζονται και ωθούνται προς την επιφάνεια για να δηµιουργηθούν στη συνέχεια οι οροσειρές. Στη διάρκεια του Πλειστόκαινου (2 εκατοµµύρια – 10.000 χρόνια πριν) η περιοχή της Τύµφης ήταν καλυµµένη κατά διαστήµατα από παγετώνες και εναλλασσόµενα παγετώδη και µεσοπαγετώδη περιβάλλοντα. Οι γρήγορες ανοδικές κινήσεις συνδυασµένες µε την ισχυρή κατακόρυφη διάβρωση µορφοποίησαν δύο από τα οµορφότερα και βαθύτερα φαράγγια παγκοσµίως που διασχίζονται από τους οµώνυµους ποταµούς Βοϊδοµάτη (ή Βίκο) και Αώο.

Ακολουθώντας τη γεωλογική θεµατική διαδροµή, που ξεκινά από το χωριό Μεγάλο Πάπιγκο και µε βόρεια κατεύθυνση καταλήγει στην κορυφή Κούλα (1560µ.), ο επισκέπτης θα έχει την ευκαιρία να µάθει πολλά από τα µυστικά που κρύβουν µέσα τους οι βράχοι και ευρύτερα το γεωλογικό υπόβαθρο της περιοχής.




Διαδροµή ΙΙΙ – Η «θαυµατουργή» χλωρίδα της χαράδρας του Βίκου

Η Τύµφη είναι από τις πιο ενδιαφέρουσες χλωριδικά περιοχές της Ελλάδας µε περίπου 1.700 είδη φυτών. Μέσα στο φαράγγι του Βίκου, έναν από τους πυρήνες του Εθνικού Πάρκου, µπορεί κανείς να συναντήσει πολλά από τα σπάνια φυτά της περιοχής. Στις απότοµες πλαγιές του φαραγγιού φυτρώνουν ιπποκαστανιές, ένα δέντρο ενδηµικό για τις χώρες της βαλκανικής χερσονήσου που περιλαµβάνεται στον παγκόσµιο κατάλογο ειδών που χρήζουν προστασίας του ΟΗΕ. Την άνοιξη προσθέτουν χρώµα στην πέτρα οι γάλανθοι (Galanthus reginae-olgae subsp. vernalis), τα κενταύρια (Centaurea pawlowskii) και οι λευκοί κρίνοι (Lilium candidum), όλα περιορισµένης εξάπλωσης στην Ελλάδα και προστατευόµενα από νοµοθετήµατα όπως η Σύµβαση της Βέρνης, η Συνθήκη CITES και το ΠΔ 67/1981 του ελληνικού κράτους, ενώ ανάµεσα στα πιο σπάνια φυτά του φαραγγιού, ιδιαίτερη θέση κατέχει η ραµόντα η σερβική (Ramonda serbica), υπόλειµµα µιας  παλαιότερης γεωλογικής περιόδου, όταν το κλίµα στην Ευρώπη ήταν τροπικό.

Η µεγάλη χλωριδική αξία της περιοχής ενισχύεται περισσότερο από την ύπαρξη πολλών φαρµακευτικών φυτών, των βοτάνων, τα οποία χρησιµοποιούνται από τους κατοίκους του Ζαγορίου για θεραπευτικούς σκοπούς. Μάλιστα, από την περιοχή κατάγονταν οι περίφηµοι Βικογιατροί, πρακτικοί γιατροί που θεράπευαν µε τη χρήση διαφόρων βοτάνων που προέρχονταν από το µεγάλο φυσικό φαρµακείο του Βίκου, όπως το θερµόχορτο (Centaurium erythraea), το λαγοβότανο (Teucrium polium), το φασκόµηλο (Salvia officinalis), το τσάι (Sideritis raeseri), η σκάρφη (Helleborus cyclophyllus subsp. odorus), το βαλσαµόχορτο (Hypericum perforatum), κ.α.

Ως κοµµάτι αυτού του τόπου, η λιθόκτιστη Σκάλα του Βραδέτου, που σκαρφαλώνει το φαράγγι της Μεζαριάς, ένα παρακλάδι του Βίκου, και ενώνει τα χωριά Καπέσοβο και Βραδέτο, και το µονοπάτι που οδηγεί από το Βραδέτο στη θέση θέας Μπελόη, δεν υπολείπεται σε σηµαντικά χλωριδικά στοιχεία. Σε 5 µόλις χιλιόµετρα µονοπατιού έχουν καταγραφεί 350 φυτικά είδη και υποείδη, ενώ ένα στα τρία φύτα που συναντά κανείς περπατώντας εκεί χαρακτηρίζεται ως φυτό ιδιαίτερου ενδιαφέροντος, καθώς είναι είτε ενδηµικό της Ελλάδας ή των Βαλκανίων, είτε σπάνιο και προστατεύεται από τη νοµοθεσία είτε, τέλος, χρησιµοποιείται ως φαρµακευτικό.




Διαδροµή ΙV – O κρυµµένος θησαυρός: η αρχιτεκτονική στην Κόνιτσα

Η τέχνη της δόµησης στην Κόνιτσα του 18ου αι., καθώς και στην ευρύτερη περιοχή της, ολοκληρώνοντας µια µακρά εξελικτική περίοδο, γίνεται προάγγελος και, συγχρόνως, µία από τις πιο σηµαντικές συνιστώσες της σύγχρονης ελληνικής τεχνικής επιστήµης. Στην ανωτέρω εποχή, η λεγοµένη και τέχνη των εµπειρικών µαστόρων, εντάσσεται στο ευρύτερο γεωγραφικό πλαίσιο της µεσηµβρινής Μεσογείου και διαθέτει έντονα τοπικά χαρακτηριστικά, τα οποία την διαφοροποιούν από τις γείτονες αδελφές της.

Στη µετά το ‘21 περίοδο, τα Μαστοροχώρια της Κόνιτσας εκτελούν, επαξίως, ένα µεγάλο κοµµάτι από τεχνικά έργα, όχι µόνον της ευρύτερης περιφέρειάς τους και της Οθωµανικής Επικράτειας, αλλά και του Ασιατικού, Αφρικανικού, καθώς και του υπερατλαντικού χώρου. Έτσι, στα τέλη του 19ου αιώνα, καταγράφεται, µεταξύ των άλλων, και η γεωγραφική διεύρυνση της δραστηριότητας των µαστόρων της δόµησης, καθώς και άλλων τεχνιτών της Κόνιτσας. Η παρά πάνω γεωγραφική διεύρυνση της επαγγελµατικής δραστηριότητας των τεχνιτών της Κόνιτσας συµβάλλει, µε την διαδικασία της επιρροής και αφοµοίωσης, στην περαιτέρω εξέλιξη της τεχνικής και, προ παντός άλλου, της αισθητικής έκφρασης του τεχνικού έργου. Έτσι, στην πόλη της Κόνιτσας, η δόµηση διακοπτόµενη, συχνά, από ιστορικά γεγονότα, µεταβάλλεται, αργά, αλλά σταθερά, από τέχνη του αγροτικού χώρου σε τέχνη του αστικού χώρου. Η παρά πάνω µεταβολή εµφανίζεται, αρχικώς, µε τα νέα υλικά δόµησης, όπως, για παράδειγµα, κονιάµατα µε τσιµέντο, σιδηροδοκοί κ.λπ. και, ακολούθως, µε εσωτερικά και εξωτερικά στοιχεία διακόσµησης από επιχρίσµατα, τα οποία µιµούνται την ελληνική αρχαιότητα.

Οι κοινωνικοί, οικονοµικοί, πολιτικοί και πολιτισµικοί µετασχηµατισµοί του 20ου αι. είναι καθοριστικοί για την τέχνη της δόµησης και την αισθητική έκφρασή της. Τα νέα δοµικά υλικά, όπως οι κέραµοι, οι πλίνθοι, τσιµεντένιοι και αργιλικοί, τα φύλλα κυµατοειδούς λαµαρίνας, τα µεταλλικά κουφώµατα και το οπλισµένο σκυρόδεµα, εκτοπίζοντας την πέτρα και την σχιστή πλάκα, διαµορφώνουν, ως επί το πλείστον, στην πόλη της Κόνιτσας µία δόµηση, η οποία έχει όλα τα χαρακτηριστικά του νεώτερου ελληνικού αστικού χώρου.Παρ’ όλα αυτά, ανατέλλοντος του 21ου αι., η Πάνω Κόνιτσα διατηρεί ένα µεγάλο αριθµό από τα τοπικά χαρακτηριστικά της αρχιτεκτονικής του 19ου – 20ου αι., συνδυάζοντας, υπ’ αυτήν την έννοια, στοιχεία της προβιοµηχανικής και της σύγχρονης εποχής. Με δυο λόγια, οι τόποι, οι συνοικίες, τα κτήρια προβάλλουν ποικίλα και πολυάριθµα τοπία, την εικόνα των οποίων σχηµατίζουν όσοι έζησαν και όσοι ζουν στην Κόνιτσα.